Salvador, πρωτεύουσα της Bahia, Παρασκευή βράδυ στο φόρτε του Φλεβάρη. Αφροβραζιλιάνικες δοξασίες, καποέιρα, μουσικές, χρώματα, οσμές,
τα trios electricos ανεβάζουν τα ντεσιμπέλ.
Η ανθρώπινη μάζα, ένας πίνακας φλου σε αέναη κίνηση...

Πεντέμισι μερόνυχτα αιρετικά, για ν’ ανατρέψουν ρόλους και οριοθετήσεις, να καταργήσουν φραγμούς και κοινωνικές διακρίσεις, ο χορός δρα εξισωτικά, συνενώνει κι απογειώνει, γκρεμίζει αξίες του στυλ «ξέρεις ποιός είμαι εγώ», λατρεύει ένα και μόνο Θεό,
Μαύρα, λευκά, μιγάδικα κορμιά σε λυτρωτική απόδραση, γοφοί, χέρια, μέση, καμπύλες να διεκδικούν λίγο χώρο μέσα στη μαγευτική αταξία της μάζας που στροβιλίζεται, χοροπηδά, σπρώχνεται, φρακάρει και ξαναπλώνει, ξυπόλητα πόδια πλάι σε κατάλευκα σπορτέξ, σαρκώδη χείλια πλάι σε φίνα χειλάκια, ζέστη κι αποπνικτικά και κολλητά-κολλητά, τα τύμπανα να τρυπάνε τα στομάχια, άδεια στομάχια και παραγεμισμένα στομάχια, σταγόνες ιδρώτα ν’ αστράφτουν στα τατουάζ, μυρουδιές από ιδρώτα, μπύρα και κάτουρο να ποτίζουν τους πόρους και τον αέρα...



Κι εσύ με την αδρεναλίνη στα ύψη κι απίστευτες αντοχές, παρασυρμένος από ένα παραλήρημα διασταυρούμενων θορύβων και μουσικών,
ανάμεσα στο χορό, το τρεχαλητό και τις ολιγόλεπτες ανάπαυλες καταμεσής του δρόμου, αντέχοντας τις αγκωνιές, τα στιγμιαία γρονθοκοπήματα και τα κλεφτρόνια με το χέρι στις τσέπες σου, συνεχίζεις ατάραχα με φανελάκι, βερμούδα και λίγα ψιλά στο παπούτσι
και τότε ανακαλύπτεις πως βγήκες έξω από αυτό που νόμιζες ότι ήταν τα όριά σου, και σου φαίνεται τόσο απίστευτα οικεία αυτή η άγρια ομορφιά...